- μισεύω
- και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω)1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.)3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο4. απομακρύνομαι, φεύγω, αναχωρώ5. αποσύρομαι, αποχωρώ6. διαφεύγω, ξεφεύγω7. (για τον χρόνο) περνώ, τελειώνω8. (για οργανική βλάβη) θεραπεύομαι9. (για πλοίο) αποπλέω10. μτφ. α) πεθαίνωβ) εκλείπω, εξαφανίζομαιμσν.1. αποστατώ2. απολύω, αποπέμπω3. φρ. α) «μισεύει ἀπὸ τὸν λογισμόν μου κάτι» — παύω να σκέπτομαι κάτιβ) «μισεύει ὁ νοῡς μου» — χάνω το μυαλό μου, τρελαίνομαιγ) «μισεύω ἀπὸ τὴν ζωὴν ἢ ἀπὸ τὸν κόσμον» — πεθαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missum < mitto «στέλνω» + κατάλ. -εύω (πρβλ. μίσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.